Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ть απορροφώ

См. также в других словарях:

  • απορροφώ — ( έω κ. άω) (Α ἀπορροφῶ, έω) ρουφώ κάτι, προσλαμβάνω κάτι με απορρόφηση νεοελλ. 1. απασχολώ εξολοκλήρου τη σκέψη κάποιου 2. μέσ. αφοσιώνομαι εξολοκλήρου σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • απορροφώ — απορροφάω / απορροφώ (παρατατ. συνήθως ούσα), απορρόφησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απορροφώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. ρουφώ τελείως, βάζω μέσα μου με ρούφηγμα υγρό ή αέριο, απομυζώ: Στη βορινή μεριά ο τοίχος απορροφούσε υγρασία. 2. απασχολώ εντελώς: Τον είχαν εντελώς απορροφήσει οι δουλειές του κι οι μελέτες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπίνω — (Α ἀναπίνω) πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ νεοελλ. 1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ 2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία αρχ. απορροφώ εκ νέου …   Dictionary of Greek

  • προεκμυζώ — άω, Α εκμυζώ, απορροφώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκμυζῶ «απορροφώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκβόσκομαι — Α απορροφώ, απομυζώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβόσκω «καταναλώνω, απορροφώ»] …   Dictionary of Greek

  • αναπορρόφητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ακόμη απορροφηθεί 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να απορροφηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + απορροφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον καθηγητή τής Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • αντεπισπώ — ἀντεπισπῶ ( άω) (Α) 1. τραβώ προς την αντίθετη κατεύθυνση 2. ( ώμαι) απορροφώ, χωνεύω …   Dictionary of Greek

  • απεκμυζώ — ἀπεκμυζῶ ( άω) (Μ) απομυζώ, απορροφώ …   Dictionary of Greek

  • απορροφητικός — ή, ό 1. ο ικανός ή χρήσιμος για απορρόφηση 2. φρ. «απορροφητικός χάρτης» στυπόχαρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορροφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»