-
1 поглощать
απορροφώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поглощать
-
2 присосать
απορροφώ, ρο(υ)φώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присосать
-
3 поглотить
поглотитьсов, поглощать несов1. καταπίνω, καταβροχθίζω:поглощать пищу καταπίνω τήν τροφή·2. (впитывать) ἀναρροφώ, ἀπορροφώ·3. перен (захватывать) ἀπορροφω, καταβροχθίζω, κυριεύω:работа поглотила его́ целиком ἡ δουλειά τόν ἀπορρόφησε ἐντελώς. -
4 впитать
ρ.σ.μ. απορροφώ, τραβώ•впитать влагу απορροφώ υγρασία.
|| μτφ. εννοώ, καταλαβαίνω, αφομοιώνω.απορροφιέμαι, τραβιέμαι•влага -лась в почву η υγρασία απορροφήθηκε από το έδαφος.
-
5 поглотить
-ощу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поглощённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. παλ. καταπίνω καταβροχθίζω.2. καταχωνιάζω• ρουφώ•его -ло море τον κατάπιε η θάλασσα.
|| απορροφώ•поглотить влагу απορροφώ υγρασία•
губка -ла воду το σφουγγάρι απορρόφησε το νερό.
|| μτφ. απασχολώ•эта идея -ла его всего αυτή η ιδέα τον απορρόφησε κυριολεκτικά.
|| μτφ. αφομοιώνω• καταβροχθίζω•-много книг καταβροχθίζω πολλά βιβλία.
3. απομυζώ, τραβώ, παίρνω λίγο.καταπίνομαι• καταβροχθίζομαι. || απορροφούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
6 абсорбировать
физ., хим. απορροφώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абсорбировать
-
7 вакуумировать
1. (обрабатывать под вакуумом) κατεργάζομαι μέσα στο κενό 2. (откачивать) απορροφώ/αφαιρώ μέσω του κενού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумировать
-
8 воспринимать
1. (принимать, получать) (απο)δέχομαι, υποδέχομαι 2. (тепло, влагу) δέχομαι, απορροφώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воспринимать
-
9 впитывание
η απορρόφηση, η αφομοίωση-ть απορροφώ, αφομοιώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > впитывание
-
10 всасывать
αναρροφώ, απορροφώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > всасывать
-
11 запах
η οσμή, η μυρωδιάустранять - εξαλείφω/απομακρύνω την -неприятный - η κακοσμία, η δυσοσμίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запах
-
12 излучение
η ακτινοβολίαрадиоактивное - ραδιενεργός -, η ραδιενέργειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излучение
-
13 нейтрон
физ. το ουδετερόνιοτο νετρόνιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нейтрон
-
14 осваивать
αφομοιώνω, απορροφώ, αξιοποιώ, μαθαίνω- новые земли καλλιεργώ νέα εδάφη, εκχερσώνω νέες εκτάσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > осваивать
-
15 промокание
το μούσκευμα, η διάβρεξη-ть (пропускать влагу) βρέχομαι, απορροφώ το υγρόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промокание
-
16 рассасывание
η απορρόφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассасывание
-
17 шум
ο θόρυβ/οςο βόμβοςη βοήτο βουητό, το βούισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шум
-
18 энергия
η ενέργει/αпередавать - ю μεταφέρω/μεταδίδω την -атомная - ατομική/πυρηνική -космическая - κοσμική/δια-στιμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > энергия
-
19 абсорбировать
абсорбироватьсов и несов физ.-хим. ἀπορροφώ. -
20 впивать
впиватьнесов· ἀπορροφώ, ποτίζομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απορροφώ — ( έω κ. άω) (Α ἀπορροφῶ, έω) ρουφώ κάτι, προσλαμβάνω κάτι με απορρόφηση νεοελλ. 1. απασχολώ εξολοκλήρου τη σκέψη κάποιου 2. μέσ. αφοσιώνομαι εξολοκλήρου σε κάτι … Dictionary of Greek
απορροφώ — απορροφάω / απορροφώ (παρατατ. συνήθως ούσα), απορρόφησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απορροφώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. ρουφώ τελείως, βάζω μέσα μου με ρούφηγμα υγρό ή αέριο, απομυζώ: Στη βορινή μεριά ο τοίχος απορροφούσε υγρασία. 2. απασχολώ εντελώς: Τον είχαν εντελώς απορροφήσει οι δουλειές του κι οι μελέτες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπίνω — (Α ἀναπίνω) πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ νεοελλ. 1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ 2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία αρχ. απορροφώ εκ νέου … Dictionary of Greek
προεκμυζώ — άω, Α εκμυζώ, απορροφώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκμυζῶ «απορροφώ»] … Dictionary of Greek
συνεκβόσκομαι — Α απορροφώ, απομυζώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβόσκω «καταναλώνω, απορροφώ»] … Dictionary of Greek
αναπορρόφητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ακόμη απορροφηθεί 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να απορροφηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + απορροφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον καθηγητή τής Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
αντεπισπώ — ἀντεπισπῶ ( άω) (Α) 1. τραβώ προς την αντίθετη κατεύθυνση 2. ( ώμαι) απορροφώ, χωνεύω … Dictionary of Greek
απεκμυζώ — ἀπεκμυζῶ ( άω) (Μ) απομυζώ, απορροφώ … Dictionary of Greek
απορροφητικός — ή, ό 1. ο ικανός ή χρήσιμος για απορρόφηση 2. φρ. «απορροφητικός χάρτης» στυπόχαρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορροφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… … Dictionary of Greek